- τυφώδης
- -ες / τυφώδης, -ῶδες, ΝΑ [τῡφος]1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής2. αλαζονικός, υπεροπτικόςνεοελλ.φρ. «τυφώδης κατάσταση»ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ' εξοχήν ο τυφοειδής πυρετός και ο εξανθηματικός τύφοςαρχ.1. όμοιος με καπνό, ζοφώδης, ζοφερός2. μτφ. (για άνθρωπο που έχει πυρετό) αυτός που παραληρεί, που έχει παραλήρημα.
Dictionary of Greek. 2013.